δωράκινον

δωράκινον
δωράκινον
Meaning: `kingstone', a kind of peach (Gp. 3,1,4)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. dūracinum. André, Lexique s.v. In ModGr. ῥωδάκινον.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δωράκινον — δωράκινον, το (AM) ροδάκινο …   Dictionary of Greek

  • δωράκινον — duracinum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωράκινα — δωράκινον duracinum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοράκινο — και δωράκινο, το (Μ δωράκινον και δωρακινόν) το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λανθασμένη γραφή αντί του τ. δωράκινο < λατ. duracinum (persicum) «ροδάκινο» (βλ. και λ. ροδάκινο)] …   Dictionary of Greek

  • μηλοδωράκινον — μηλοδωράκινον, τὸ (Α) το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + δωράκινον «ροδάκινο»] …   Dictionary of Greek

  • ροδάκινο — το / ῥοδάκινον, ΝΜΑ, και ῥωδάκινον, Α ο καρπός της ροδακινιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. δωράκινον (< λατ. duracinum) με αντιμετάθεση τών συμφώνων ρ και δ . Επομένως, η ορθή γρφ. τής λ. είναι ο τ. ῥωδάκινον, έχει, όμως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”